Η PRESTIGE BUSINESS παρέχει πιστοποιημένες υπηρεσίες Διαμεσολάβησης, καθώς πιστεύουμε ακράδαντα στην αξία και τη χρησιμότητά της. Πολύ σύντομα θα είναι υποχρεωτική η προσφυγή στη Διαμεσολάβηση για ένα μεγάλο πλήθος υποθέσεων και η PRESTIGE BUSINESS μέσω της διαπίστευσης του φορέα της από το υπουργείο Δικαιοσύνης, είναι εδώ για να σας προσφέρει τις υπηρεσίες της.

Στους ειδικά διαμορφωμένους χώρους της, οι οποίοι πληρούν όλες τις προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή διαμεσολαβήσεων και καθίστανται κατάλληλο και ενδεδειγμένο περιβάλλον, η PRESTIGE BUSINESS προσφέρει τη δυνατότητα προσφυγής στο θεσμό της Διαμεσολάβησης, βοηθώντας στην πράξη τους ιδιώτες, τους επαγγελματίες, τα νομικά πρόσωπα να επιλύσουν τις διαφορές τους, πάντα με τη συμπαράσταση των δικηγόρων τους, σε πολύ σύντομο χρόνο, ώστε να τους δίνεται η δυνατότητα να συνεχίζουν την πορεία και τη δράση τους, μακριά από τη φθορά και το οικονομικό κόστος της δικαστικής αντιδικίας.Αν δεν είναι δυνατή η φυσική παρουσία αμφότερων των μερών και του διαμεσολαβητή στον ίδιο τόπο και χρόνο, η διαμεσολάβηση μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη διαδικασία της τηλεδιάσκεψης μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή ή άλλου συστήματος τηλεδιάσκεψης, στο οποίο έχουν πρόσβαση τα άλλα μέρη της διαφοράς.

Α) ENNOIA

Η Διαμεσολάβηση αποτελεί διαρθρωμένη διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, στην οποία συμμετέχουν οικειοθελώς δύο ή περισσότερα μέρη, προκειμένου να διερευνήσουν τη δυνατότητα ρύθμισης της διαφοράς τους και τυχόν επίτευξης συμφωνίας, με τη βοήθεια ενός τρίτου, ουδέτερου προσώπου, δηλαδή του Διαμεσολαβητή.

Β) ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Νόμος 4640/2019 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» – Περαιτέρω εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 και άλλες διατάξεις

Νόμος 3898/2010 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (ενσωμάτωση Κοινοτικής Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21-5-2008).

3) ΥΠΑΓΩΓΗ (ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ)

– Στη Διαμεσολάβηση μπορούν να υπαχθούν διαφορές ιδιωτικού δικαίου (π.χ. αστικές, εμπορικές, οικογενειακές, εργατικές κ.λπ.), στις οποίες τα μέρη έχουν εξουσία διαθέσεως του αντικειμένου της διαφοράς τους.

– Η Διαμεσολάβηση μπορεί να διεξαχθεί σε οποιαδήποτε χρονική φάση μιας διένεξης, δηλαδή πριν την έναρξη ή κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας και σε οποιοδήποτε στάδιο αυτής. Μάλιστα, στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Ν. 4335/2015) έχουν συμπεριληφθεί δύο νέες διατάξεις και συγκεκριμένα εκείνες των άρθρων 116Α και 214Γ, οι οποίες καθιερώνουν την υποχρέωση του δικαστηρίου να ενθαρρύνει και να προτείνει στους διαδίκους την προσφυγή στη διαμεσολάβηση, ακόμα και μετά την έναρξη της δίκης.

– Η υπαγωγή γίνεται με έγγραφη συμφωνία των μερών, που προσέρχονται οικειοθελώς στη διαδικασία της Διαμεσολάβησης.

– Διεξάγεται σε χώρο ιδιωτικό και ουδέτερο ως προς τα μέρη.

– Συμμετέχουν ο Διαμεσολαβητής, τα μέρη και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των μερών. Δεν αποκλείεται να συμμετέχουν, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε υπόθεσης, άλλοι σύμβουλοι των μερών, όπως λογιστές ή ψυχολόγοι.

– Η τήρηση της εμπιστευτικότητας και του απορρήτου των πληροφοριών, κατά τη διαδικασία, αποτελεί βασική προϋπόθεση, για την οποία μάλιστα αναλαμβάνεται έγγραφη δέσμευση απ’ όλους τους συμμετέχοντες, όπως και για το απόρρητο του περιεχομένου της τελικής συμφωνίας. Κατά συνέπεια, τόσο ο Διαμεσολαβητής, όσο και τα μέρη και οι δικηγόροι τους, δεν μπορούν να καταθέσουν ως μάρτυρες αναφορικά με το περιεχόμενο και τη διαδικασία της διαμεσολάβησης.

    – Στη Διαμεσολάβηση δεν τηρούνται πρακτικά.
    – Η Διαμεσολάβηση δεν έχει καθορισμένη ελάχιστη διάρκεια. Ολοκληρώνεται συνήθως σε μία ημέρα ή ακόμα και σε μερικές ώρες.
    – Η Διαμεσολάβηση διακόπτει την παραγραφή και την αποσβεστική προθεσμία ασκήσεως των αξιώσεων, καθ΄ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.

4) Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ

– Ελέγχει τη διαδικασία και την τήρηση των κανόνων της.

– Διευκολύνει την επικοινωνία των μερών και την ανταλλαγή των προτάσεών τους.

– Βοηθά στις διαπραγματεύσεις μέσα στα όρια της εμπιστευτικότητας και της άδειας για μετάδοση πληροφοριών που του παρέχουν οι συμμετέχοντες.

    • – Λειτουργεί αμερόληπτα και ουδέτερα.

 

    – Δεν επιβάλλει λύσεις ούτε αποφασίζει, αλλά βοηθά τα μέρη να καταλήξουν σε συμφωνία επίλυσης της διαφοράς τους.

5) ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ

ΕΝΑΡΞΗ: Η διαδικασία ξεκινά με παρουσίαση – επεξήγηση από τον Διαμεσολαβητή της ακολουθητέας διαδικασίας, των επιμέρους σταδίων, των βασικών αρχών και κανόνων της διαδικασίας, ενώ ακολουθεί συνοπτική παρουσίαση των βασικών θέσεων των εμπλεκομένων μερών.

ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ: Αυτή περιλαμβάνει τις κοινές και κατ’ ιδίαν συναντήσεις των συμμετεχόντων με τον Διαμεσολαβητή, με σκοπό τη διερεύνηση των θέσεων, των συμφερόντων και των αναγκών των μερών. Ακολουθεί η εξέταση περισσότερων εναλλακτικών λύσεων και η διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων.

ΤΕΛΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ: Σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας, αυτή αποτυπώνεται σε ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο συντάσσεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους των μερών, ενσωματώνεται στο Πρακτικό Διαμεσολάβησης και υπογράφεται από τα μέρη, τους δικηγόρους και τον Διαμεσολαβητή. Σε αντίθετη περίπτωση συντάσσεται από τον Διαμεσολαβητή πρακτικό αποτυχίας της Διαμεσολάβησης.

6) ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ (Υ.Α.Σ.)

Η υποχρέωση διεξαγωγής συνεδρίας, συνίσταται στη συμμετοχή των μερών σε κοινή συνεδρία κατά την οποία ο Διαμεσολαβητής ενημερώνει, δίνει κατευθύνσεις και διασαφηνίσεις επί της διαδικασίας της Διαμεσολάβησης και των πλεονεκτημάτων και δυνατοτήτων της σε σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση τους. Η διεξαγωγή της Υ.Α.Σ. πραγματοποιείται πριν την έναρξη των ανωτέρω σταδίων Διαμεσολάβησης και ο Διαμεσολαβητής ενημερώνει, δίνει κατευθύνσεις και διασαφηνίσεις επί της διαδικασίας της Διαμεσολάβησης και των πλεονεκτημάτων και δυνατοτήτων της σε σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση τους. Στη συνέχεια, σε περίπτωση κατά την οποία τα μέρη δεν επιθυμούν να ακολουθήσουν την διαδικασία Διαμεσολάβησης, επιλέγοντας να μην αδράξουν αυτή την ευκαιρία αυτόνομης επίλυσης της διαφοράς τους συνεπικουρούμενοι από τον Διαμεσολαβητή, τότε το σχετικό πρακτικό  της ΥΑΣ κατατίθεται μαζί με τις προτάσεις επί της αγωγής που τυχόν θα ασκηθεί.

Η Υ.Α.Σ. έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα και διέπεται από τους ίδιους κανόνες που ισχύουν για τη διεξαγωγή της διαδικασίας Διαμεσολάβησης εν γένει. Oι πληροφορίες που αντλεί ο Διαμεσολαβητής κατά τις επαφές του με το ένα μέρος δεν γνωστοποιούνται στο άλλο, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του μέρους που τις έδωσε. Ο Διαμεσολαβητής, τα μέρη, οι νομικοί παραστάτες τους και όσοι συμμετείχαν με οποιοδήποτε τρόπο στη ΥΑΣ δεν εξετάζονται ως μάρτυρες και εμποδίζονται να προσκομίσουν στοιχεία που προκύπτουν από την διαδικασία της ή έχουν σχέση μ ’αυτήν, ιδίως να αναφερθούν στις συζητήσεις κλπ. των μερών, καθώς και στις απόψεις του Διαμεσολαβητή, παρά μόνο εφόσον τούτο επιβάλλεται για λόγους δημοσίας τάξης (π.χ. για την εξασφάλιση προστασίας των ανηλίκων, για την αποφυγή κινδύνου να θιγεί η σωματική ακεραιότητα ή η ψυχική υγεία προσώπου). Τέλος, δεν τηρούνται πρακτικά.

Στην Υ.Α.Σ. τα μέρη παρίστανται αυτοπροσώπως μαζί με τον νομικό παραστάτη/πληρεξούσιο δικηγόρο τους.

Μετά το πέρας της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας συντάσσεται πρακτικό από τον Διαμεσολαβητή που υπογράφεται από τον ίδιο και όλους τους συμμετέχοντες. Σε περίπτωση τυχόν άσκησης αγωγής ή αν αυτή έχει ήδη ασκηθεί, το εν λόγω πρακτικό, κατατίθεται στο Δικαστήριο μαζί με τις προτάσεις επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της υπόθεσης. Στο δε πρακτικό αυτό αναγράφεται υποχρεωτικά τόσο ο τρόπος γνωστοποίησης της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας στα μέρη, όσο και η συμμετοχή τους ή μη σε αυτήν.

Το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται της διαφοράς μπορεί να επιβάλει στο μέρος που δεν προσήλθε στην ΥΑΣ, παρότι έχει κληθεί νόμιμα προς τούτο, σύμφωνα με τα ανωτέρω, χρηματική ποινή από εκατό (100) ευρώ έως πεντακόσια (500) ευρώ, κατά τον δε προσδιορισμό της ποινής αυτής συνεκτιμούνται από το Δικαστήριο η εν γένει συμπεριφορά του μέρους που δεν προσήλθε, καθώς και οι λόγοι της μη προσέλευσής του.

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΟΥ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΣΕ Υ.Α.Σ.

  • Διαφορές εκδικαζόμενες κατά την τακτική διαδικασία της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αν το αντικείμενο της διαφοράς υπερβαίνει τις 30.000 €, καθώς και Πολυμελούς Πρωτοδικείου.
  • Όλες οι οικογενειακές διαφορές πλην του διαζυγίου, της ακύρωσης γάμου, της αναγνώρισης της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του γάμου, της προσβολής της πατρότητας, της προσβολή της μητρότητας, της αναγνώρισης ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει σχέση γονέα και τέκνου, της ανάθεσης της γονικής μέριμνας, της αναγνώρισης ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει ή ότι είναι άκυρη η εκούσια αναγνώριση ενός τέκνου χωρίς γάμο των γονέων του ή η εξομοίωσή του με τέκνο γεννημένο σε γάμο λόγω επιγενόμενου γάμου των γονέων του, της προσβολής της εκούσιας αναγνώρισης, της αναγνώρισης ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει ή είναι άκυρη υιοθεσία ή η λύση της, και τέλος της αναγνώρισης ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει επιτροπεία.
  • Διαφορές για τις οποίες προβλέπεται σε έγγραφη συμφωνία των μερών και είναι σε ισχύ ρήτρα Διαμεσολάβησης.

7) ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΤΗΤΑ:

1. Ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό διαμεσολάβησης που πρέπει να περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο και τον αριθμό φορολογικού μητρώου του διαμεσολαβητή, β) την ημερομηνία και τον τόπο που έλαβε χώρα η διαμεσολάβηση, γ) τα πλήρη στοιχεία των μερών που προσέφυγαν στη διαμεσολάβηση και τα ονόματα των νομικών παραστατών τους, δ) αναφορά στη συμφωνία ή τον ειδικότερο τρόπο με τον οποίο τα μέρη προσέφυγαν στη διαμεσολάβηση κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 του παρόντος, ε) τα πλήρη στοιχεία τυχόν άλλων προσώπων που μετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης και στ) τη συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα μέρη κατά τη διαμεσολάβηση ή τη διαπίστωση περί μη επίτευξης συμφωνίας.

2. Μετά το πέρας της διαδικασίας διαμεσολάβησης, το πρακτικό υπογράφεται από τον διαμεσολαβητή, τα μέρη και τους νομικούς παραστάτες τους. Σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας, το πρακτικό μπορεί να υπογράφεται μόνο από τον διαμεσολαβητή. Κάθε μέρος δύναται να καταθέσει το πρακτικό επίτευξης συμφωνίας οποτεδήποτε στη γραμματεία του καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιου δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η εκδίκαση της υπόθεσης. Μετά την κατάθεση του πρακτικού στο Δικαστήριο η άσκηση αγωγής για την ίδια διαφορά είναι απαράδεκτη στο μέτρο που το αντικείμενό της καλύπτεται από τη συμφωνία των μερών, τυχόν δε εκκρεμής δίκη καταργείται.